Δευτέρα 29 Αυγούστου 2011



ΠΡΟΛΟΓΟΣ

Στον ανήφορο της παιδικής ηλικίας, η πορεία μου προς τα γράμματα σκόνταφτε στα ηλιοβασιλέματα.Τ’ απογεύματα στο σχολείο, περισσότερο κι απ’ τον Οιδίποδα με βασάνιζε μια κόκκινη κιμωλία που μουτζούρωνε τα γραμμένα στον πίνακα - τυφλωμένος κι εγώ, μα από το δράμα του ήλιου...Κι όπως κάνουν στα παιδιά για να μη δουν το τέλος ενός ανθρώπου, τραβούσε τις κουρτίνες ο καθηγητής κι έμενα μ’ ένα εξακολουθητικό υπερσυντέλικο φως να συνοψίζει το συσκοτισμένο μου μέλλον.

Ίσως γι’ αυτό αγάπησα τις λέξεις - γιατί αυτές δεν τέλειωναν ποτέ. Μα κι έτσι αβασίλευτες, ακηδεμόνευτες, μια χαρά κατάφερναν να κηδεύουν τα παιδικά μου μάτια, νιογέννητες αυτές, στα σπλάχνα των αρχαίων κοιμωμένων...,ήθελα να πω, κειμένων.

Η Παλατινή Ανθολογία έμεινε εν πολλοίς ανέγγιχτη από την εκπαιδευτική διαδικασία.Η τολμηρή της θεματολογία πιθανόν την κράτησε μακριά από τη σχολική ρουτίνα.Έτσι η επαφή μου μαζί της είχε κάτι από ανεπαίσθητο τρίψιμο ώμου σε κοριτσίστικο στήθος, ως υλικό κατοπινής ονείρωξης.

Τα επιγράμματα της Παλατινής τα είδα σαν συνθήματα των νεκρών στους πάλλευκους τοίχους του θανάτου, ερωτικά sms που ανταλλάσσουν χαμένα ζευγάρια στον Άδη, νεύματα αγάπης από σβησμένα πρόσωπα.

Ποιήματα μικρά μα κι απέραντα τρυφερά, παλιά μα κι απέθαντα, ολοζώντανοι ρυθμοί για έναν πένθιμο χορό της γλώσσας, δίστιχες ράγες δακρύων, αναπαλμοί καρδιάς στο στήθος άψυχων ονείρων · αυτό είναι για μένα η Παλατινή...

Σιγά-σιγά, μεταφράζοντας τα επιγράμματά της, άρχισα ν’ αγαπώ τους ποιητές της κι ιδιαιτέρως τους ανώνυμους, απ’ τους οποίους διασώθηκε μόνο η λάμψη κάποιου δίστιχου.Μ’ αρέσει να τους σκέφτομαι με σκοτεινό πρόσωπο να βουλιάζουν μες στους αιώνες ρίχνοντας πίσω τους χρυσά γράμματα, για να τους βρούμε...

Επειδή γνωρίζω πως πολλοί σημερινοί νέοι έχουν μιαν αίσθηση, όχι απλώς ανίας μα σχεδόν πνιγμού, ανάμεσα σε ναυαγισμένα κομμάτια λέξεων κι επιπλέουσες σανίδες γραμματικής-συντακτικού...
Επειδή υποψιάζομαι τουλάχιστον αδιαφορία, αν όχι αποστροφή, και σ’ αρκετούς εκπαιδευτικούς που μετρούν τις διδακτικές τους ώρες σαν μια φθονερή ποινή που επέβαλε εκείνος ο εξαφανισμένος αρχαίος χρόνος πάνω στο σύγχρονο της καθημερινής τους ζωής...

Επειδή η γνώση έφτασε να γίνει αντώνυμο της απόλαυσης μέσα στο σχολείο...
Αλλά κι επειδή ψηλαφώ ρινίσματα κατεργασμένης μαγείας πάνω στις αναπότρεπτες ρυτίδες εκείνων των ποιημάτων...
Επειδή οι ρυτίδες τους μοιάζουν περισσότερο με χαρακώματα απ’ όπου οι λέξεις δώσαν τη μάχη τους με τη σιωπή του χρόνου...
Επειδή, τέλος, ο αναστεναγμός δεν πρέπει να είναι ο μοναδικός τρόπος για να βγάζουμε την αναπνοή μας...
γι’ αυτούς τους λόγους προσπάθησα να μοιραστώ και μ’ άλλους την αγάπη μου για την Παλατινή, προσφέροντάς τους μια χούφτα τρίμματα ψυχής απ’τις σκισμένες τσέπες του Χρόνου .
Τα πρωτότυπα κείμενα συμβάλλουν σε μια γλωσσική μαγγανεία χωρίς τη στυφή γεύση της στάχτης.
Γιατί η στάχτη είναι η σκόνη του παλιού που επικάθεται στα προς στάχτη,άφθαρτα τάχα, μέλη της ύλης.
Τα γεννήματα εκείνα όμως είναι μια ανάερη ύλη που θα κυματούται εσαεί δονώντας τις φωνητικές χορδές όλων των εποχών.

Ι.Ν.Κυριαζής



ΕΙΣΑΓΩΓΗ

Παλατινή Ανθολογία : πρόκειται για μια ανθολογία 3.700 ποιημάτων, κυρίως επιγραμμάτων, που καλύπτει μια μεγάλη περίοδο, από τον 6ο αι. π. Χ έως τον 10ο αι. μ. Χ.

Το επίγραμμα είναι μια έμμετρη σύντομη επιγραφή (αρχικώς επρόκειτο για κείμενο χαραγμένο πάνω σε μια επιφάνεια) που με τον καιρό αυτονομήθηκε σε ιδιαίτερο ποιητικό είδος, χωρίς να είναι απαραίτητη η συσχέτισή του μ’ ένα μνημείο. Η συντομία του - τα περισσότερα επιγράμματα αποτελούνται από δύο έως οκτώ στίχους - οφείλεται σε πρακτικούς κυρίως λόγους (στενός χώρος για τη χάραξη του κειμένου) και μετατράπηκε σε αισθητικό κανόνα προσδιορισμού του εν λόγω ποιητικού είδους.

Ο ιερωμένος Κων/νος Κεφαλάς συνέθεσε τη συγκεκριμένη Ανθολογία τον 10ο αι. μ. Χ.

Το 1606 ο γάλλος λόγιος Claude de Saumaise ψάχνοντας κώδικες της Παλατινής Βιβλιοθήκης της Χαϊδελβέργης ανακάλυψε το χειρόγραφο του Κεφαλά.

Από τη βιβλιοθήκη του Παλατινάτου πήρε το όνομά της: «Παλατινή Ανθολογία».

Τα είδη των επιγραμμάτων ποικίλλουν: πρόκειται για επιγράμματα χριστιανικά, ερωτικά, επιτύμβια, αναθηματικά, συμποτικά, σκωπτικά, επιδεικτικά, προτρεπτικά, παιδεραστικά, αλλά και για επιγραφές αγαλμάτων, αριθμητικά προβλήματα, αινίγματα, χρησμούς, κ.ά.

Το επίγραμμα διακρίνεται για την πυκνότητα, το συγκινησιακό του υπόβαθρο, την εξαιρετική του εικονοποιία, τους λεκτικούς του ιριδισμούς, το στοχευμένο εντυπωσιασμό κι αποτελεί ένα παιχνίδι του πνεύματος.

Η ερωτική αυτανάφλεξη των ποιητών της Παλατινής, η φιλοπαίγμων διάθεσή τους, ο εκλεπτυσμένος αλλά και σπαραχτικός τους θρήνος, η στοχαστική αντιμετώπιση της ζωής, η επιθυμία τους για την αποδυνάμωση του θανάτου και για την κατάκτηση της αιωνιότητας μέσω της ποίησης, είναι ορισμένα στοιχεία που δύσκολα θ’ άφηναν αδιάφορους τους αναγνώστες ανά τους αιώνες.

Η επιλογή μου να μεταφράσω τα συγκεκριμένα 124 επιγράμματα έγινε με απολύτως υποκειμενικά αισθητικά κριτήρια.

Προτίμησα την έμμετρη - ομοιοκατάληκτη μεταφορά τους στη νέα ελληνική γλώσσα, αφού και τα ποιήματα αυτά στο πρωτότυπο ήταν γραμμένα υπακούοντας σ’ ένα μέτρο, το ελεγειακό δίστιχο, βασισμένο όχι φυσικά στην εναλλαγή τονισμένων - άτονων,αλλά μακρόχρονων - βραχύχρονων συλλαβών (αρχαία προσωδία).Έτσι λοιπόν θεώρησα ότι θα έπρεπε να αποδοθεί όχι μόνο το νόημα αλλά και η ρυθμική τους «αναπνοή».

Η έμμετρη-ομοιοκατάληκτη μεταγραφή τους επιβάλλει όμως και κάποιους περιορισμούς.

Σε αρκετές περιπτώσεις η μετάφραση είναι αδύνατο να είναι ακριβής, αν και η προσπάθεια να κρατηθεί η βασική νοηματική αλληλουχία στο ποίημα είναι υπαρκτή. Γι’ αυτόν ακριβώς το λόγο θα ήταν σωστό τα παρόντα μεταφράσματά μου να θεωρηθούν έμμετρες αποδόσεις και ως τέτοιες να αξιολογηθούν.

Η παράθεση της αρχικής μορφής των επιγραμμάτων γίνεται για να ελεγχθεί από τον αναγνώστη ο βαθμός πιστότητας ή απόκλισής τους από το πρωτότυπο, αλλά και για να είναι δυνατή η αναγνωστική απόλαυσή τους.

Στο τέλος του βιβλίου, εν είδει επιμέτρου, παρατίθενται ως αποτέλεσμα εφαρμογής της ίδιας μεταφραστικής τακτικής, ακόμη δεκαπέντε αποσπάσματα της αρχαίας ελληνικής ποίησης, εκτός Παλατινής.

Τελειώνοντας, να ευχαριστήσω τον ποιητή Βασίλη Λαλιώτη, χωρίς τη βοήθεια-παρότρυνση του οποίου, αυτή η εργασία μου δε θα έπαιρνε ποτέ τη μορφή ενός βιβλίου.


V 2. ΑΝΩΝΥΜΟΥ



Τήν καταφλεξίπολιν Σθενελαΐδα, τήν βαρύμισθον,
τήν τοῖς βουλομένοις χρυσόν ἀμεργομένην,
γυμνήν μοι διά νυκτός ὅλης παρέκλινεν ὄνειρος
ἄχρι φίλης ἠοῦς προῖκα χαριζομένην.
Οὐκέτι γουνάσομαι τήν βάρβαρον οὐδ’ ἐπ’ ἐμαυτῷ
κλαύσομαι ὕπνον ἔχων κεῖνα χαριζόμενον.


Τη φλογερή και ακριβή στο σεξ Σθενελαΐδα
που αν την ποθείς, από χρυσό πρώτα σε ξαλαφρώνει,
μια νύχτα ολόκληρη, γυμνή σε όνειρο την είδα
δική μου να ’ναι ως την αυγή, χωρίς να με χρεώνει…
Ξανά ποτέ γονατιστός μπροστά της δε θα κλάψω
αφού μπορώ να κοιμηθώ και να την απολαύσω…

V 13. ΦΙΛΟΔΗΜΟΥ



Ἑξήκοντα τελεῖ Χαριτώ λυκοβαντίδας ὥρας,
ἀλλ’ ἔτι κυανέων σύρμα μένει πλοκάμων,
κἀν στέρνοις ἔτι κεῖνα τά λύγδινα κώνια μαστῶν
ἕστηκεν, μίτρης γυμνά περιδρομάδος,
καί χρώς ἀρρυτίδωτος ἔτ’ ἀμβροσίην, ἔτι πειθώ
πᾶσαν, ἔτι στάζει μυριάδας χαρίτων.
Ἀλλά πόθους ὀργῶντας ὅσοι μή φεύγετ’, ἐρασταί,
δεῦρ’ ἴτε, τῆς ἐτέων ληθόμενοι δεκάδος.

Η Χαριτώ, εξήντα χρόνων
έχει μαλλιά μαύρα και μόνον.
Και των βυζιών στητοί οι κώνοι,
στηθόδεσμος κι ας μην τα υψώνει.
Πόροι αρυτίδωτοι, που στάζουν
συν αμβροσία, μύρα μυριάδες.
Μπρος εραστές, και μη σας νοιάζουν
της ηλικίας οι δεκάδες.

V 14. ΡΟΥΦΙΝΟΥ



Εὐρώπης τό φίλημα, καί ἤν ἄχρι χείλεος ἔλθῃ,
ἡδύ γε, κἄν ψαύσῃ μοῦνον ἄκρου στόματος·
ψαύει δ’ οὐκ ἄκροις τοῖς χείλεσιν, ἀλλ’ ἐρύσασα
τό στόμα τήν ψυχήν ἐξ ὀνύχων ἀνάγει.


Γλυκά η Ευρώπη που φιλά
τα χείλη μόλις πλησιάζει
κι όπως το στόμα της κολλά
απ’ την ψυχή σου σε αδειάζει...

Κυριακή 29 Μαΐου 2011

V 24. ΜΕΛΕΑΓΡΟΥ



Ψυχή μοι προλέγει φεύγειν πόθον Ἡλιοδώρας,
δάκρυα καί ζήλους τούς πρίν ἐπισταμένη.
Φησί μέν, ἀλλά φυγεῖν οὔ μοι σθένος· ἡ γάρ ἀναιδής
αὐτή καί προλέγει καί προλεγοῦσα φιλεῖ.

Την Ηλιοδώρα η ψυχή μου λέει να ξεχάσω
τις ζήλιες και τα δάκρυα μην ξαναδοκιμάσω.
Ό,τι κι αν λέει, δεν μπορώ - μα πώς το αποτολμάει
και να ζητά το χωρισμό κι ακόμα ν’ αγαπάει;...

Κυριακή 15 Μαΐου 2011

V 29. ΚΙΛΛΑΚΤΟΡΟΣ



Ποιος δε θα πει ολόγλυκο πως είναι το γαμήσι
μα απ’ το φαρμάκι πιο πικρό, αν χρήματα κοστίσει...


Ἁδύ τό βινεῖν ἐστι· τίς οὐ λέγει; ἀλλ’ ὅταν αἰτῇ
χαλκόν, πικρότερον γίνεται ἑλλεβόρου.

*Στη φωτογραφία αναπαράσταση δωματίου από πορνείο της Πομπηίας.

V 33. ΠΑΡΜΕΝΙΩΝΟΣ



Ἐς Δανάην ἔρρευσας, Ὀλύμπιε, χρυσός, ἵν’ ἡ παῖς
ὡς δώρῳ πεισθῇ, μή τρέσῃ ὡς Κρονίδην.

Μες στη Δανάη έρρευσες, χρυσός, Ολύμπιε Δία,
από το δώρο να πεισθεί κι όχι απ’ τη φοβία.

V 34. ΠΑΡΜΕΝΙΩΝΟΣ



Ὁ Ζεύς τήν Δανάην χρυσοῦ, κἀγώ δέ σέ χρυσοῦ·
πλείονα γάρ δοῦναι τοῦ Διός οὐ δύναμαι.

Σαν τη Δανάη εσύ, κι εγώ σαν Δίας να σε χρυσώσω.
Μα από τον Δία πιο πολλά δεν έχω να σου δώσω.

V 38. ΝΙΚΑΡΧΟΥ



Εὐμεγέθης πείθει με καλή γυνή, ἄν τε καί ἀκμῆς
ἅπτητ’, ἄν τε καί ᾖ, Σιμύλε,πρεσβυτέρη.
Ἡ μέν γάρ με νέα περιλήψεται· ἤν δέ παλαιή,
γραῖά με καί ῥυσή, Σιμύλε, λειχάσεται.


Μικρή ή μεγάλη θέλω, φίλε,
νταρντάνα όμορφη, Σιμύλε-
η νέα εντός της θα με στείψει
μα η γριά θα μου τον γλείψει.

V 49. ΤΟΥΔΙΚΙΟΥ ΓΑΛΛΟΥ




Ἡ τρισί λειτουργοῦσα πρός ἕν τάχος ἀνδράσι Λύδη,
τῷ μέν ὑπέρ νηδύν, τῷ δ’ ὑπό, τῷ δ’ ὄπιθεν,
εἰσδέχομαι φιλόπαιδα, γυναικομανῆ, φιλυβριστήν.
Εἰ σπεύδεις ἐλθών σύν δυσί, μή κατέχου.

Τρεις άνδρες, η Λυδή εγώ, μπορώ να κουμαντάρω-
το «πάνω» μου, το «κάτω» μου, το «πίσω» να τους δώσω
σε γυναικά, παιδεραστή, ακόμη και βιτσιόζο...
Εμπρός λοιπόν κι οι τρεις εσείς, ελάτε να σας πάρω!

V 50. ΑΝΩΝΥΜΟΥ



Καί πενίη καί ἔρως δύο μοι κακά· καί τό μέν οἴσω
κούφως, πῦρ δέ φέρειν Κύπριδος οὐ δύναμαι.

Φτώχια και Έρως: δυο δεινά
που το καθένα τυραννά.
Και αν τη φτώχια τη βαστώ
τον Έρωτα αδυνατώ.

Τρίτη 22 Φεβρουαρίου 2011

V 51. ΑΝΩΝΥΜΟΥ



Ἠράσθην, ἐφίλουν, ἔτυχον, κατέπραξ’, ἀγαπῶμαι.
τίς δέ καί ἧς καί πῶς, ἡ θεός οἶδε μόνη.

Συνάντησα, ερωτεύθηκα κι από αγάπη λειώνω –
μα ποιος εγώ, με ποια και πώς, θεός γνωρίζει μόνο.

Δευτέρα 21 Φεβρουαρίου 2011

V 55. ΔΙΟΣΚΟΡΙΔΟΥ



Δωρίδα τὴν ῥοδόπυγον ὑπὲρ λεχέων διατείνας
ἄνθεσιν ἐν χλοεροῖς ἀθάνατος γέγονα.
Ἡ γὰρ ὑπερφυέεσσι μέσον διαβᾶσά μὲ ποσσὶν
ἤνυεν ἀκλινέως τὸν Κύπριδος δόλιχον,
ὄμμασι νωθρὰ βλέπουσα· τὰ δ’ , ἠύτε πνεύματι φύλλα,
ἀμφισαλευομένης ἔτρεμε πορφύρεα,
μέχρις ἀπεσπείσθη λευκὸν μένος ἀμφοτέροισιν,
καὶ Δωρὶς παρέτοις ἐξεχύθη μέλεσι.

Στη χλόη, τη ροδοκάπουλη Δωρίδα την πλαγιάζω-
μες στων ανθών τον οργασμό με αθάνατο πώς μοιάζω...
Τα πόδια της, πανύψηλα, τη μέση μου έχουν κλείσει -
σε αγώνα δρόμου ερωτικό τρέχει για να νικήσει...
Σαν φύλλα που τα φύσηξαν, τα μάτια ανοιγοκλείνει
κι εξαντλημένη από ηδονή, μαζί με μένα χύνει.

V 60. ΡΟΥΦΙΝΟΥ



Παρθένος ἀργυρόπεζος ἐλούετο, χρύσεα μαζῶν
χρωτὶ γαλακτοπαγεῖ μῆλα διαινομένη·
πυγαὶ δ’ ἀλλήλαις περιηγέες εἱλίσσοντο,
ὕδατος ὑγροτέρῳ χρωτὶ σαλευόμεναι·
τὸν δ’ ὑπεροιδαίνοντα κατέσκεπε πεπταμένη χεὶρ
οὐχ ὅλον Εὐρώταν, ἀλλ’ ὅσον ἠδύνατο.

Λουζόταν κι έπεφτε νερό στου κοριτσιού τα στήθια
που σάλευαν, μήλα χρυσά, στο γαλατένιο σώμα.

Πώς οι γλουτοί της τρίβονταν και μοιάζανε, αλήθεια,

να είναι πιότερο υγροί κι απ’ το νερό ακόμα...

Φουσκώνει ο Ευρώτας της, μπροστά το χέρι βάζει

μα όσο και να ήθελε όλον δεν τον σκεπάζει...

V 68 . ΛΟΥΚΙΛΛΙΟΥ



Ἢ τό φιλεῖν περίγραψον, Ἒρως, ὃλον ἢ τό φιλεῖσθαι
πρόσθες, ἳν’ ἢ λύσῃς τόν πόθον ἢ κεράσῃς.

Έρωτα, να μην αγαπώ κάνε με ή ν’ αγαπιέμαι-
τον πόθο είτε σβήσε μου είτε ανάφλεξέ με.

V 70. ΡΟΥΦΙΝΟΥ



Κάλλος ἔχεις Κύπριδος, Πειθοῦς στόμα, σώματος ἀκμὴν
εἰαρινὼν Ὡρῶν, φθέγμα δὲ Καλλιόπης,
νοῦν καὶ σωφροσύνην Θέμιδος καὶ χεῖρας Ἀθήνης·
σὺν σοὶ δ’ αἱ Χάριτες τέσσαρες εἰσι, Φίλη.

Τη χάρη έχεις της Κύπριδος και της Πειθούς το στόμα
και της Καλλιόπης τη φωνή, της Άνοιξης το σώμα.

Τα χέρια έχεις της Αθηνάς, της Θέμιδος τη σκέψη.

Οι Χάριτες δεν είναι τρεις - τέταρτη σ’ έχουν στέψει.

V 73. ΡΟΥΦΙΝΟΥ



Δαίμονες, οὐκ ᾔδειν, ὅτι λούεται ἡ Κυθέρεια,
χερσὶ καταυχενίους λυσαμένη πλοκάμους.
Ἱλήκοις, δέσποινα, καὶ ὄμμασιν ἡμετέροισι
μήποτε μηνίσῃς θεῖον ἰδοῦσι τύπον.
Νῦν ἔγνων· Ῥοδόκλεια, καὶ οὐ Κύπρις. Εἶτα τὸ κάλλος
τοῦτο πόθεν; σύ, δοκῶ, τὴν θεὸν ἐκδέδυκας.

Θεοί, δεν ήξερα εδώ πως λούζεται η Κυθέρεια
και στα μαλλιά της έδωσαν τη λευτεριά τα χέρια.

Έλεος, δέσποινα, μην πεις τα μάτια να μου σβήσουν

γιατί το θεϊκό κορμί έτυχε ν’ αντικρίσουν...

Ωχ! Τη Ροδόκλεια εγώ με Κύπρι έχω μπερδέψει...

Τότε, το κάλλος από πού;...Μην τη θεά έχεις κλέψει;...

Κυριακή 13 Φεβρουαρίου 2011

V 74. ΡΟΥΦΙΝΟΥ *



Πέμπω σοι, Ῥοδόκλεια, τόδε στέφος, ἄνθεσι καλοῖς
αὐτὸς ἐφ’ ἡμετέραις πλεξάμενος παλάμαις.
Ἔστι κρίνον, ῥοδέη τε κάλυξ νοτερὴ τ’ ἀνεμώνη
καὶ νάρκισσος ὑγρὸς καὶ κυαναυγὲς ἴον.
Ταῦτα στεψαμένη, λῆξον μεγάλαυχος ἐοῦσα·
ἀνθεῖς καὶ λήγεις καὶ σὺ καὶ ὁ στέφανος.

Ροδόκλεια, το στεφάνι αυτό σε σένανε το στέλνω
που το ’χουνε τα χέρια μου μ’ ανθούς ωραίους πλεγμένο.
Το κρίνο και το ρόδο εδώ κι η ανεμώνη - ιδέ τα! -
κι ο νάρκισσος που ’ναι υγρός, κι η όμορφη βιολέτα...
Κι όταν μ’ αυτά στεφανωθείς, να πάψεις να καυχάσαι -
στο άνθισμα, στο μαρασμό, σαν το στεφάνι θα ’σαι.


*Τα αρχικά των ονομάτων των λουλουδιών σχηματίζουν ακροστιχίδα:
κρίνον, ῥοδέη, ανεμώνη, νάρκισσος, ἴον : κρανίον.

V 77. ΡΟΥΦΙΝΟΥ



Εἰ τοίην χάριν εἶχε γυνὴ μετὰ Κύπριδος εὐνὴν,
οὐκ ἂν τοι κόρον ἔσχεν ἀνὴρ ἀλόχῳ συνομιλῶν.
Πᾶσαι γὰρ μετὰ κύπριν ἀτερπέες εἰσὶ γυναῖκες.


Μετά τον έρωτα αφού οι χάρες τους ξοφλάνε,
οι άνδρες στις γυναίκες τους τις πλάτες τους γυρνάνε -
γιατί μετά την ένωση, τερπνές παύουνε να ’ναι.

Κυριακή 30 Ιανουαρίου 2011

V 78. ΠΛΑΤΩΝΟΣ



Τήν ψυχήν, Ἀγάθωνα φιλῶν, ἐπί χείλεσιν ἔσχον·
ἦλθε γάρ ἡ τλήμων ὡς διαβησομένη.

Φιλώντας τον Αγάθωνα, στα χείλη ήρθες, ψυχή μου,
για να περάσεις από εκεί σ’ εκείνον, δύστυχή μου…

V 81. ΔΙΟΝΥΣΙΟΥ ΣΟΦΙΣΤΟΥ



Ἡ τὰ ῥόδα, ῥοδόεσσαν ἔχεις χάριν. Ἀλλὰ τὶ πωλεῖς;
Σαυτὴν ἢ τὰ ῥόδα ἠὲ συναμφότερα;

Ρόδα κρατάς αλλά κι εσύ του ρόδου έχεις τη χάρη.
Τα ρόδα, εσένα ή και τα δυο ο αγοραστής θα πάρει;...

V 83. ΑΝΩΝΥΜΟΥ



Εἲθ’ ἄνεμος γενόμην, σύ δ’ ἐπιστείχουσα παρ’ αὐγάς
στήθεα γυμνώσαις, καὶ με πνέοντα λάβοις.

Αέρας στην ακρογιαλιά που περπατάς αν γίνω,
πνοή στα στήθη τα γυμνά εμένα θα σου δίνω.

V 84. ΑΝΩΝΥΜΟΥ



Εἴθε ῥόδον γενόμην ὑποπόρφυρον, ὄφρα μὲ χερσὶν
ἀρσαμένη χαρίσῃ στήθεσι χιονέοις.


Σαν ρόδο υποπόρφυρο στα χέρια να με πιάνεις
και στα χιονάτα στήθια σου χάρισμα να με κάνεις.

V 85. ΑΣΚΛΗΠΙΑΔΟΥ



Φείδῃ παρθενίης. Καὶ τὶ πλέον; οὐ γὰρ ἐς Ἅιδην
ἐλθοῦσ’ εὑρήσεις τὸν φιλέοντα, κόρη·
ἐν ζωοῖσι τὰ τερπνὰ τὰ Κύπριδος· ἐν δ’ Ἀχέροντι
ὀστέα καὶ σποδιή,παρθένε, κεισόμεθα.

Την παρθενιά σου τι κρατείς;... Θα φύγεις μ’ ένα άχτι.
Έρωτα κάτω δεν θα βρεις - μόνον οστά και στάχτη.

V 91. ΑΝΩΝΥΜΟΥ



Πέμπω σοι μύρον ἡδύ, μύρῳ παρέχων χάριν, οὐ σοί.
Αὐτή γάρ μυρίσαι καί τό μύρον δύνασαι.


Σου στέλνω μύρο δυνατό - στο μύρο κάνω χάρη,
τη μυρωδιά από σένανε το άρωμα να πάρει.

V 98. ΑΡΧΙΟΥ



Ὅπλιζευ, Κύπρι, τόξα, καὶ εἰς σκοπὸν ἥσυχος ἐλθὲ
ἄλλον· ἐγὼ γὰρ ἔχω τραύματος οὐδὲ τόπον.

Τα τόξα, Κύπρι, όπλιζε και βρες έν’ άλλο στόχο.
Ούτε για ένα τραύμα εγώ δεν έχω άλλο τόπο.

V 102. ΜΑΡΚΟΥ ΑΡΓΕΝΤΑΡΙΟΥ



-Τὴν ἰσχνὴν Διόκλειαν, ἀσαρκοτέρην Ἀφροδίτην,
ὄψεαι, ἀλλὰ καλοῖς ἤθεσι τερπομένην.
-Οὐ πολύ μοι τὸ μεταξὺ γενήσεται, ἀλλ’ ἐπὶ λεπτὰ
στέρνα πεσὼν ψυχῆς κείσομαι ἐγγυτάτω.


- Είναι η Διόκλεια της Αφροδίτης
μια κοκκαλιάρα, ισχνή εκδοχή της,

μα είναι οι τρόποι της εκλεπτυσμένοι

και οπωσδήποτε χαριτωμένοι.

- Δίχως εμπόδιο έτσι θα σπεύσω
στ’ άσαρκα στήθη της πάνω θα πέσω

ως την ψυχούλα της να τη θωπεύσω.

V 128. ΜΑΡΚΟΥ ΑΡΓΕΝΤΑΡΙΟΥ



Στέρνα περὶ στέρνοις, μαστῷ δ’ ἔπι μαστὸν ἐρείσας
χείλεά τε γλυκεροῖς χείλεσι συμπιέσας
Ἀντιγόνης καὶ χρῶτα λαβὼν πρὸς χρῶτα, τὰ λοιπὰ
σιγῶ, μάρτυς ἐφ’ οἷς λύχνος ἐπεγράφετο.


Το στήθος της στο στήθος μου, το στέρνο της στο στέρνο.
Της Αντιγόνης τα γλυκά χείλη στα χείλη φέρνω.

Του δέρματός της άφησε στο δέρμα μου το ίχνος.

Σιωπώ - για τ’ άλλα μάρτυρας, ο αναμμένος λύχνος.

V 156. ΜΕΛΕΑΓΡΟΥ



Ἁ φίλερως χαροποῖς Ἀσκληπιὰς οἷα γαλήνης
ὄμμασι συμπείθει πάντας ἐρωτοπλοεῖν.

Με γαλανά, γαλήνια μάτια, σαν μια θαλάσσης ηρεμία,
μας προσκαλείς, Ασκληπιάδα, μαζί σου σ’ ερωτοπλοΐα.

V 165. ΜΕΛΕΑΓΡΟΥ



Ἓν τόδε, παμμήτειρα θεῶν, λίτομαί σε, φίλη Νύξ,
ναὶ λίτομαι, κώμων σύμπλανε, πότνια Νύξ·
εἴ τις ὑπὸ χλαίνῃ βεβλημένος Ἡλιοδώρας
θάλπεται, ὑπναπάτῃ χρωτὶ χλιαινόμενος,
κοιμάσθω μὲν λύχνος, ὁ δ’ ἐν κόλποισιν ἐκείνης
ῥιπτασθεὶς κείσθω δεύτερος Ἐνδυμίων.


Μητέρα όλων των θεών, Νύχτα αγαπημένη,
σ’ εκλιπαρώ, σεβάσμια και κωμογυρισμένη,

όποιον κάτω απ’ τη χλαίνη της, στην Ηλιοδώρα πλάι

η θαλπωρή της σάρκας της τον κάνει ν’ αγρυπνάει,

Νύχτα, σβήσε το λύχνο τους, κι αυτός στην αγκαλιά της

ως άλλος Ενδυμίωνας ας κοιμηθεί κοντά της.

V 168. ΑΝΩΝΥΜΟΥ



Καὶ πυρὶ καὶ νιφετῷ με καί, εἰ βούλοιο, κεραυνῷ
βάλλε, καὶ εἰς κρημνοὺς ἕλκε καὶ εἰς πελάγη.
Τὸν γὰρ ἀπαυδήσαντα πόθοις καὶ Ἔρωτι δαμέντα
οὐδὲ Διὸς τρύχει πῦρ ἐπιβαλλόμενον.


Ρίξε φωτιά και κάψε με, χιόνι και πάγωσέ με
και αν μου θέλεις το κακό, κεραυνοβόλησέ με.

Πέτα με αν θες απ’ τους γκρεμούς στης θάλασσας τα βάθη -

τι άλλο ο ερωτόπληκτος χειρότερο να πάθει;...

V 171. ΜΕΛΕΑΓΡΟΥ



Τὸ σκύφος ἁδὺ γέγηθε, λέγει δ' ὅτι τάς φιλέρωτος
Ζηνοφίλας ψαύει τοῦ λαλίου στόματος.
Ὂλβιον· εἲθ' ὑπ' ἐμοῖς νῦν χείλεσι χείλεα θεῖσα
ἀπνευστὶ ψυχὰν τάν ἐν ἐμοὶ προπίοι.

Τι τυχερό το κύπελλο που της φιλά τα χείλη
όπως το στόμα με κρασί βρέχει η Ζηνοφίλη...

Ας ήτανε τα χείλη της ν’ αγγίξουν τα δικά μου

και μονορούφι ας έπινε όλα τα σωθικά μου!

V 174. ΜΕΛΕΑΓΡΟΥ



Εὕδεις, Ζηνοφίλα, τρυφερὸν θάλος· εἲθ’ ἐπὶ σοί νῦν
ἄπτερος εἰσῄειν Ὕπνος ἐπί βλεφάροις,
ὡς ἐπὶ σοὶ μήδ’ οὗτος, ὁ καὶ Διὸς ὄμματα θέλγων,
φοιτήσαι, κάτεχον δ’ αὐτὸς ἐγὼ σε μόνος.


Κοιμάσαι, τρυφερέ βλαστέ, μα μέσα σου, μακάρι,
άπτερος Ύπνος στα κλειστά μάτια σου να τρυπώνω -

να μη σ’ αγγίζει ούτε κι αυτός που ’χε τον Δία πάρει

και, Ζηνοφίλη, άλλος κανείς - παρά εγώ και μόνο.

V 176. ΜΕΛΕΑΓΡΟΥ



Δεινὸς Ἔρως, δεινός. Τὶ δὲ τὸ πλέον,ἢν πάλιν εἴπω
καὶ πάλιν οἰμώζων πολλάκι· «δεινὸς Ἔρως» ;
ἦ γὰρ ὁ παῖς τούτοισι γελᾷ καὶ πυκνὰ κακισθεὶς
ἥδεται· ἢν δ’ εἴπω λοίδορα, καὶ τρέφεται.
Θαῦμα δέ μοι,πῶς ἄρα διὰ γλαυκοῖο φανεῖσα
κύματος, ἐξ ὑγροῦ, Κύπρι,σύ πῦρ τέτοκας.


«Δεινός ο Έρως, φοβερός» : τι κι αν το πω με κλάμα;...
Γελά και χαίρεται μ’ αυτά - για μένα είναι θάμα
που βγήκες από το γλαυκό της θάλασσας το ντύμα

για να γεννήσεις, Κύπρι εσύ, φωτιά μεσ’ απ’ το κύμα.

V 210. ΑΣΚΛΗΠΙΑΔΟΥ



Τῷ θαλλῷ Διδύμη μὲ συνήρπασεν· ὤμοι, ἐγὼ δὲ
τήκομαι, ὡς κηρὸς πὰρ πυρί, κάλλος ὁρῶν.
Εἰ δὲ μέλαινα, τὶ τοῦτο; καὶ ἄνθρακες· ἀλλ’ ὅτε
κείνους θάλψωμεν,λάμπουσ’ ὡς ῥόδεαι κάλυκες.

Αλίμονο, μου έγνεψε η Διδύμη μ’ έναν κλώνο -
την ομορφιά της βλέποντας σαν το κεράκι λειώνω.
Κι αν είναι μαύρη, τι μ’ αυτό;...Το κάρβουνο θυμίζει

που, όταν τ’ ανάβεις, λαμπερό σαν ρόδο κοκκινίζει.

V 224. ΜΑΚΗΔΟΝΙΟΥ



Λῆξον, Ἔρως, κραδίης τε καὶ ἥπατος· εἰ δ’ ἐπιθυμεῖς
βάλλειν, ἄλλο τί μου τῶν μελέων μετάβα.


Έρωτα, σε ήπαρ και καρδιά πάψε να ρίχνεις βέλη.
Αλλ’ άμα θέλεις να χτυπάς, υπάρχουν κι άλλα μέλη.

Τετάρτη 10 Νοεμβρίου 2010

V 252. ΠΑΥΛΟΥ ΣΙΛΕΝΤΙΑΡΙΟΥ



Ῥίψωμεν, χαρίεσσα,τὰ φάρεα, γυμνὰ δὲ γυμνοῖς
ἀμπελάσῃ γυίοις γυῖα περιπλοκάδην·
μηδὲν ἔοι τὸ μεταξύ· Σεμιράμιδος γὰρ ἐκεῖνο
τεῖχος ἐμοὶ δοκέει λεπτὸν ὕφασμα σέθεν·
στήθεα δ’ ἐζεύχθω,τά τε χείλεα· τἄλλα δὲ σιγῇ
κρυπτέον· ἐχθαίρω τὴν ἀθυροστομίην.

Γδύσου κι άσε τα μέλη μου τα μέλη σου να βρούνε
κι ανάμεσά μας, τίποτε - τα πάντα ας ενωθούνε.
Ακόμη και το αραχνωτό υφαντό που σ’ αγκαλιάζει
με τείχος αδιαπέραστο της Βαβυλώνας μοιάζει.
Τα στήθη μου στα στήθη σου, τα χείλη μου στα χείλη,
μα τ’ άλλα ας κρύψει η σιωπή - μ’ αυτήν είμαστε φίλοι.

V 258. ΠΑΥΛΟΥ ΣΙΛΕΝΤΙΑΡΙΟΥ



Πρόκριτός ἐστι,Φίλιννα, τεὴ ῥυτὶς ἤ ὀπὸς ἥβης
πάσης· ἱμείρω δ’ ἀμφὶς ἔχειν παλάμαις
μᾶλλον ἐγὼ σέο μῆλα καρηβαρέοντα κορύμβοις
ἢ μαζὸν νεαρὴς ὄρθιον ἡλικίης.
Σὸν γὰρ ἔτι φθινόπωρον ὑπέρτερον εἴαρος ἄλλης,
χεῖμα σὸν ἀλλοτρίου θερμότερον θέρεος.

Πιότερο τις ρυτίδες σου,Φίλιννα, προτιμάω
απ’ τους χυμούς των κοριτσιών που θέλω να ρουφάω.
Τα μήλα σου που γέρνουνε, να ξέρεις, δεν τ’ αλλάζω
ούτε με τ’ όρθιο βυζί παρθένας να μαλάζω.
Του φθινοπώρου σου η εποχή, έαρος υπερτέρα
κι η χειμωνιά σου απ’ αλληνής το θέρος θερμοτέρα.

V 268. ΠΑΥΛΟΥ ΣΙΛΕΝΤΙΑΡΙΟΥ



Μηκέτι τις πτήξειε πόθου βέλος· ἰοδόκην γὰρ
εἰς ἐμὲ λάβρος Ἔρως ἐξεκένωσεν ὅλην.
Μὴ πτερύγων τρομέοι τις ἐπήλυσιν· ἐξότε γάρ μοι
λὰξ ἐπιβὰς στέρνοις πικρὸν ἔπηξε πόδα,
ἀστεμφής, ἀδόνητος ἐνέζεται, οὐδὲ μετέστη,
εἰς ἐμὲ συζυγίην κειράμενος πτερύγων.

Δε θα τρομάξει άλλον πια του Έρωτα το βόλι,
σε μένα τη φαρέτρα του αφού την άδειασε όλη.
Κι ούτε με φτεροκόπημα άλλον δε θα φοβίσει -
στο στέρνο μου αποφάσισε να στρογγυλοκαθίσει.
Στέκει ακίνητος, βαρύς, δεν παίρνει πια τις ρούγες
αφού απ’ τη ρίζα έκοψε τις δυο του τις φτερούγες.

Δευτέρα 25 Οκτωβρίου 2010

V 284. ΡΟΥΦΙΝΟΥ



Πάντα σέθεν φιλέω· μοῦνον δὲ σὸν ἄκριτον ὄμμα
ἐχθαίρω, στυγεροῖς ἀνδράσι τερπόμενον.

Όλα σε σένα τ’ αγαπώ - τα μάτια με πειράζουν,
αφού τους άνδρες που μισώ με πόθο τους κοιτάζουν.

V 304. ΑΝΩΝΥΜΟΥ



Ὄμφαξ οὐκ ἐπένευσας· ὅτ’ ἦς σταφυλή,παρεπέμψω·
μὴ φθονέσῃς δοῦναι κἄν βραχὺ τῆς σταφίδος.

Κι όταν σταφύλι ήσουνα και όταν αγουρίδα,
μ’ αρνήθης - μα μη μ’ αρνηθείς τώρα λίγη σταφίδα.

V 309. ΔΙΟΦΑΝΟΥΣ ΜΥΡΙΝΑΙΟΥ



Τριλληστὴς ὁ Ἔρως καλοῖτ’ ἂν ὄντως·
ἀγρυπνεῖ, θρασύς ἐστιν, ἐκδιδύσκει.

Με τρεις ληστές τον Έρωτα ο καθένας εξισώνει
γιατί ’ναι άγρυπνος, θρασύς, ξέρει ν’ απογυμνώνει.

Παρασκευή 6 Αυγούστου 2010

V 329. ΛΕΩΝΙΔΟΥ ΤΟΥ ΑΛΕΞΑΝΔΡΕΩΣ



Ἄλλος μὲν κρύσταλλον, ὁ δ’ ἄργυρον, οἱ δὲ τοπάζους
πέμψουσιν, πλούτου δῶρα γενεθλίδια·
ἀλλ’ ἲδ’ Ἀγρειππίνη δύο δίστιχα μοῦνον ἰσώσας,
ἀρκοῦμαι δώροις, ἃ φθόνος οὐ δαμάσει.

Κρύσταλλο, άργυρο, τοπάζι
σου φέρνουν, Αγριππίνα, δώρα.
Δυο δίστιχα από μένα θώρα -
δώρα που ο φθόνος δε δαμάζει.

Τετάρτη 4 Αυγούστου 2010

VII 80. ΚΑΛΛΙΜΑΧΟΥ



Εἶπέ τις, Ἡράκλειτε, τεὸν μόρον, ἐς δὲ με δάκρυ
ἤγαγεν· ἐμνήσθην δ’, ὁσσάκις ἀμφότεροι
ἥλιον ἐν λέσχῃ κατεδύσαμεν· ἀλλὰ σὺ μέν που,
ξεῖν’ Ἁλικαρνησεῦ, τετράπαλαι σποδιή·
αἱ δὲ τεαὶ ζώουσιν ἀηδόνες, ᾗσιν ὁ πάντων
ἁρπακτὴς Ἀϊδης οὐκ ἐπὶ χεῖρα βαλεῖ.

Σαν μου ’πανε, Ηράκλειτε, πως τέλειωσες το βίο
θυμήθηκα με δάκρυα που από εμάς τους δύο
ο ήλιος άπειρες φορές στη δύση του επετάχτη.
Μα εσύ ’σαι, Αλικαρνασεύ, από καιρό πια στάχτη.
Όμως τ’ «Αηδόνια» σου που ζουν, τ’ άλλα κι αν καταβάλλει,
στο χέρι του ο άρπαγας ο Άδης δε θα βάλει.

VII 128. ΔΙΟΓΕΝΟΥΣ ΛΑΕΡΤΙΟΥ



Ἡράκλειτος ἐγώ· τὶ μ’ ἄνω κάτω ἔλκετ’, ἄμουσοι;
οὐχ ὑμῖν ἐπόνουν,τοῖς δὲ μ’ ἐπισταμένοις.
εἷς ἐμοὶ ἄνθρωπος τρισμύριοι, οἱ δ’ ἀνάριθμοι
οὐδείς. ταύτ’ αὐδῶ καὶ παρὰ Φερσεφόνη.

Εμένα, τον Ηράκλειτο, στην ησυχία μου αφήστε...
Για όσους γνωρίζαν κόπιαζα, μα εσείς αγράμματοι είστε.
Χίλιους ανθρώπους έβρισκα στον άνθρωπο τον ένα,
αλλ’ αν στους χίλιους έψαχνα, δε θα ’βρισκα κανένα.
Κι η Περσεφόνη αυτά εδώ θ’ ακούσει από μένα.

Παρασκευή 9 Ιουλίου 2010

VII 134. ΔΙΟΓΕΝΟΥΣ ΛΑΕΡΤΙΟΥ



Ἐνθάδε Γοργίεω κεφαλὴ κυνικοῦ κατάκειμαι
οὐκέτι χρεμπτομένη οὔτ’ ἀπομυσσομένη.

Η κεφαλή του κυνικού Γοργία εδώ κείται -
να βγάζει μύξες, φλέγματα, δε θα την ξαναδείτε.

VII 217.ΑΣΚΛΗΠΙΑΔΟΥ



Ἀρχεάνασσαν ἔχω, τάν ἐκ Κολοφῶνος ἑταίραν,
ἇς καὶ ἐπὶ ῥυτίδων ὁ γλυκὺς ἕζετ’ Ἔρως.
ἆ νέον ἥβης ἄνθος ἀποδρέψαντες ἐρασταὶ
πρωτοβόλου, δι’ ὅσης ἤλθετε πυρκαϊῆς.


Την Αρχεάνασσα κρατώ, εταίρα εκ Κολοφώνος,
που στις ρυτίδες της πατά του Έρωτα ο θρόνος.
Εσείς που δρέψατε, εραστές, της νιότης τον ανθό της
ποια πυρκαγιά περάσατε, από ανάμεσό της;..

Παρασκευή 4 Ιουνίου 2010

VII 285. ΓΛΑΥΚΟΥ ΝΙΚΟΠΟΛΙΤΟΥ



Οὐ κόνις οὐδ’ ὀλίγον πέτρης βάρος, ἀλλ’ Ἐρασίππου
ἥν ἐσορᾷς, αὕτη πᾶσα θάλασσα τάφος·
ὤλετο γὰρ σὺν νηί· τὰ δ’ ὀστέα ποῦ ποτ’ ἐκείνου
πύθεται, αἰθυίαις γνωστὰ μόναις ἐνέπειν.

Δεν είναι η πέτρα και η γη του Ερασίππου ο τάφος
μα όλη η θάλασσα - σ’ αυτήν εχάθη με το σκάφος.
Και πού σαπίζουν τα οστά και πού θα διαλυθούνε,
μονάχα οι γλάροι ξέρουνε, εκείνοι θα στο πούνε.

VII 314. ΠΤΟΛΕΜΑΙΟΥ



Μὴ πόθεν εἰμὶ μάθῃς μηδ’ οὔνομα · πλὴν ὅτι θνῄσκειν
τοὺς παρ’ ἐμὴν στήλην ἐρχομένους ἐθέλω.


Τον τόπο μου και τ’ όνομα μη θες να μάθεις, ξένε·
όσους στον τάφο μου θα ’ρθούν, νεκρούς τους θέλω, ξέρε.

Τετάρτη 14 Απριλίου 2010

VΙΙ 320. ΗΓΗΣΙΠΠΟΥ



Ὀξεῖαι πάντῃ περὶ τὸν τάφον εἰσὶν ἄκανθαι
καὶ σκόλοπες· βλάψεις τοὺς πόδας, ἢν προσίῃς.
Τίμων μισάνθρωπος ἐνοικέω. Ἀλλά πάρελθε
οἰμώζειν εἶπας πολλά, πάρελθε μόνον.


Βάτα και γαϊδουράγκαθα τον τάφο μου τον ζώνουν

και πιο κοντά αν θες να ’ρθείς, τα πόδια σου ματώνουν.
Ο Τίμων ο μισάνθρωπος εδώ έχει καταλύσει.
Και τώρα δρόμο, αρκετά, μ’ όσα μ’ έχεις στολίσει.